Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μέσα σε δέκα μέρες 5) (

  • 1 за

    за 1) (позади, вне ) από πίσω (или πέρα) από; για за вокзалом πίσω από το σταθμό за рекой πέρα από το ποτάμι за Москвой πέρα (или έξω) από τη Μόσχα бросить что-либо за окно πετώ κάτι από το παράθυρο; идти за кем-л. ακολουθώ κάποιον 2) (возле) σε κοντά, γύρω από сесть за сгол κάθομαι στο τραπέζι 3) (н.а расстоянии) από, σε απόσταση за десять километров до... δέκα χιλιόμετρα από..- 4) (о сроке) πριν, προ за десять дней до... δέκα μέρες πριν από... за десять дней μέσα σε δέκα μέρες 5) (о йене): за наличный расчёт τοις μετρητοίς купить билет за пять рублей αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών 6) (цель ) για послать за доктором στέλνω να φωνάξουν το γιατρό бороться за мир αγωνίζομαι για την ειρήνη 7) (направление действия): держаться за перила κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα приняться за работу αρχίζω τη δουλειά 8): уважать за храб
    * * *
    1) (позади, вне) από; πίσω ( или πέρα) από; για

    за вокза́лом — πίσω από το σταθμό

    за реко́й — πέρα από το ποτάμι

    за Москво́й — πέρα ( или έξω) από τη Μόσχα

    бро́сить что́-либо за окно́ — πετώ κάτι από το παράθυρο

    идти́ за кем-л. — ακολουθώ κάποιον

    2) ( возле) σε; κοντά, γύρω από
    3) ( на расстоянии) από, σε απόσταση

    за де́сять киломе́тров до... — δέκα χιλιόμετρα από…

    4) ( о сроке) πριν, προ

    за де́сять дней до... — δέκα μέρες πριν από…

    за де́сять дней — μέσα σε δέκα μέρες

    за нали́чный расчёт — τοις μετρητοίς

    купи́ть биле́т за пять рубле́й — αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών

    6) ( цель) για

    посла́ть за до́ктором — στέλνω να φωνάξουν το γιατρό

    боро́ться за мир — αγωνίζομαι για την ειρήνη

    держа́ться за пери́ла — κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα

    приня́ться за рабо́ту — αρχίζω τη δουλειά

    8)

    уважа́ть за хра́брость — εκτιμώ για την πάλικαριά

    Русско-греческий словарь > за

  • 2 в

    в
    (во) предлог с вин. и пред л. п.
    1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:
    в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;
    2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:
    в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);
    3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:
    я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;
    4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):
    в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;
    5. (при указании количественных признаков, размера, веса):
    дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;
    6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:
    превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;
    7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:
    произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι.

    Русско-новогреческий словарь > в

См. также в других словарях:

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»